- πλίθα
- η , πλίθάρι, πλίθί τό , πλίθος ο , πλίθρα η саман; необожжённый кирпич;
με πλίθες; — или με ( — или από) πλίθιά — из саманного кирпича
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
με πλίθες; — или με ( — или από) πλίθιά — из саманного кирпича
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλίθα — και πλίθρα και πλιθιά, η, Ν πλάκα από πηλό που ξεραίνεται στον ήλιο και χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό, ωμόπλινθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλίθα < πλίθος κατά τα θηλ. σε α, ο τ. πλίθρα αναλογικά προς το πέτρα, ενώ ο τ. πλιθιά < πλίθος με κατάλ … Dictionary of Greek
Ασσύριοι — Αρχαίος σημιτικός λαός εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία κατά μήκος του βόρειου τμήματος του Τίγρη και των δύο παραποτάμων του, του Μεγάλου και του Μικρού Ζαμπ. Το ασσυριακό τρίγωνο –όπως αποκαλείται η περιοχή– προστατευόταν από οχυρά και από το… … Dictionary of Greek
πλίθρα — η, Ν βλ. πλίθα … Dictionary of Greek
πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… … Dictionary of Greek
πλιθάρι — το / πλινθάριον, ΝΑ νεοελλ. πλίθα αρχ. μικρή πλίνθος, πλιθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος / πλίθος + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. πιθ άρι(ον)] … Dictionary of Greek
πλιθί — το, Ν πλίθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθίον, υποκορ. τού πλίνθος, με αποβολή τού ν (πρβλ. ξυστρ ί, πορτ ί)] … Dictionary of Greek
πλιθαρ(ε)ιό — το, Ν εργαστήριο στο οποίο κατασκευάζονται πλίθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίθα + κατάλ. αρ(ε)ιό (πρβλ. κεραμιδ αρ[ε]ιό, πλυστ αρ[ε]ιό)] … Dictionary of Greek
πλιθαρένιος — ια, ιο, Ν αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλίθα, πλίνθινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλιθάρι + κατάλ. ένιος (πρβλ. κριθαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
πλιθιά — η, Ν βλ. πλίθα … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
plită — PLÍTĂ, plite, s.f. Placă de fontă, cu ochiuri acoperite cu rotiţe, care constituie partea de deasupra a unei maşini de gătit; p. ext. maşină de gătit. ♦ Aparat electric de laborator care serveşte la încălzirea directă a vaselor de sticlă cu fund… … Dicționar Român